- συνιέρεια
- ἡ, Αβλ. συνιερεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνιερεύς — έως, ό, θηλ. συνιέρεια, ΜΑ [ἱερεύς] ο συνάδελφος ιερέα, ιερέας όπως και άλλος (α. «θαρσῆσαι τὴν τοῡ συνιερέως ἀνάρρησιν», Συνεσ. β. «καὶ τοῑς συνιερεῡσιν ἀεί καὶ περὶ τῶν μικρῶν διαφερομένου», Πλούτ.) … Dictionary of Greek